βοστρυχώδη

βοστρυχώδη
βοστρυχώδης
curly
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
βοστρυχώδης
curly
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
βοστρυχώδης
curly
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελανησιακός — ή, ό [Μελανήσιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους 2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”